- χαμόι
- τοβλ. χαμόγι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαμόγι — και χαμόι και χαμόγειο, το, Ν χαμόσπιτο, χαμοκέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γαία / γη, μέσω ενός αμάρτυρου μτγν. επιθ. *χαμαίγαιος, κατ επίδραση τών σύνθ. με α συνθετικό χαμο (πρβλ. ανώ[γ]ι: ανώγειο: ανώγαιον)] … Dictionary of Greek
χαμόγι — χαμόγι, το και χαμόι, το χαμόσπιτο, χαμοκέλα: Μένει σ ένα χαμόγι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)